καταπυρίζω
Look at other dictionaries:
καταπυρίζω — και ποιητ. τ. καππυρίζω (Α) [κατάπυρος] κατακαίω … Dictionary of Greek
καππυρίζω — (Α) παίρνω φωτιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < καταπυρίζω, με αποκοπή τού τα ] … Dictionary of Greek
καταπυρίζω — και ποιητ. τ. καππυρίζω (Α) [κατάπυρος] κατακαίω … Dictionary of Greek
καππυρίζω — (Α) παίρνω φωτιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < καταπυρίζω, με αποκοπή τού τα ] … Dictionary of Greek